city2 WHITE DDIAFANES

Εντός Ελλάδος

Cannot find taxidiotika/marinopoulos/zagoroxoria subfolder inside /home/cityrider/domains/cityrider.gr/public_html/images/stories/taxidiotika/marinopoulos/zagoroxoria/ folder.
Admiror Gallery: 5.0.0
Server OS:nginx/1.26.2
Client OS:Unknown
PHP:5.6.40-78+ubuntu22.04.1+deb.sury.org+1

163194 1647330855618 3121985 n-web Μαγεία και γαλήνη στα Ζαγοροχώρια

 




Του Θανάση Μαρινόπουλου

Η ιδέα αυτού του ταξιδίου μας είχε καρφωθεί από καιρό, όμως πότε οι δικές μου υποχρεώσεις και πότε εκείνες του Στέλιου, ανέβαλαν συνεχώς την εξόρμηση μας στο δίκτυο των 46 χωριών που δεσπόζουν στα βουνά, βορειοανατολικά των Ιωαννίνων.


Συμφώνα με την ΕΜΥ, εκείνο το τετραήμερο στο οποίο τελικά καταλήξαμε, 10 με 13 Δεκεμβρίου, ο χειμώνας θα έκανε επιτέλους την εμφάνιση του συνοδευόμενος μάλιστα και από επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις ωστόσο, η διψά για το ταξίδι επικράτησε της λογικής και έτσι η εξόρμηση μας θα γινόταν πάση θυσία ακόμα και αν χρειαζόταν να αλλάξουμε τα αρχικά μας σχέδια. Το πλάνο, λοιπόν, είχε ως εξής: Aναχώρηση την Παρασκευή 10 του μηνός και άφιξη στο μικρό Παπικό την ιδία μέρα. Θα πραγματοποιούσαμε τρεις διανυκτερεύσεις εκεί εξερευνώντας τη γύρω περιοχή και τη Δευτέρα στις 13 θα προσπαθούσαμε να διασχίσουμε τα Άγραφα μέχρι τη λίμνη Πλαστήρα. Από εκεί θα επιστρέφαμε στην Αθήνα μέσω της εθνικής οδού Αθηνών – Λάμιας.
Παρασκευή πρωί και, με τον καιρό ακόμα να μη προδιαθέτει κάτι άσχημο για τη συνέχεια, η εκκίνηση γίνεται από το σπίτι του Στέλιου όπου παραδοσιακά και για το γουρί, φτάνω με… μια ώρα καθυστέρηση. Γρήγορο τσεκ στους ολοκαίνουργιους ασύρματους μας, έλεγχος αποσκευών και δρόμο. Αφήνοντας πίσω μας το πήξιμο στη λεωφόρο Αθηνών φτάνουμε Ελευσίνα. Εκεί αναγκαζόμαστε να ενισχύσουμε άρον άρον το ντύσιμο μας καθώς μέσα σε λίγη ώρα η πρωινή λιακάδα είχε δώσει τη θέση της σε τσουχτερό κρύο με αρκετό αέρα. Η ελάχιστη κίνηση στην Αθηνών Κορίνθου μας επιτρέπει να κάνουμε κάποια σβέλτα χιλιόμετρα, αν και κάποιες ψιχάλες έκαναν την εμφάνιση τους, πριν μπούμε πλέον στην Εθνική οδό- καρμανιόλα που συνδέει την Κόρινθο με την Πάτρα και μέσω αυτής, την Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης (ξέρετε…. αυτές που έχουν κάτι autostrada και autobahn με διαχωριστικό στη μέση και προδιαγραφές ασφάλειας…. ανήκουστα πράγματα!). Για την ιστορία, αποφεύγουμε να πληρώσουμε διόδια αφού θεωρούμε πως κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, δεν πληρώνει το όποιο αντίτιμο για να παίξει κορώνα γράμματα το κεφάλι του ανάμεσα από νταλίκες και λοιπά οχήματα που δε γνωρίζουν τι σημαίνει διπλή διαχωριστική. Η μοναδική εξαίρεση που έγινε είναι στο αντίτιμο της γέφυρας Ρίου -Αντίρριου καθότι σεβόμαστε το μέγεθος και τη πρόσφορα αυτού του τεράστιου έργου στον τόπο μας.


Πρώτη στάση, λοιπόν, στο ΣΕΑ Ακράτας, ανεφοδιασμός σε καύσιμα μιας και η αυτονομία του δικού μου GS σε γρήγορες ταχύτητες είναι αστεία για μια μηχανή τέτοιου κυβισμού, κολατσιό και μετά από κάνα δυο τσιγάρα, ξανά στο δρόμο μας με σκοπό να καλύψουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν τα υπόλοιπα χιλιόμετρα, φοβούμενοι τα τερτίπια του καιρού.
Γρήγορο πέρασμα της γέφυρας με μια δίλεπτη στάση για τις απαραίτητες φωτογραφίες και σε χρόνο dt βρισκόμαστε στον ανηφορικό δρόμο που μας οδηγεί στην ενδοχώρα της Αιτωλοακαρνανίας. Η διαδρομή μέχρι το Αγρίνιο όπου ξεκινάει και το μόνο ολοκληρωμένο κομμάτι εθνικής οδού Πατρών - Ιωαννίνων, είναι αδιάφορη και ενώ 30 περίπου χιλιόμετρα διανύονται με άνεση, ξαφνικά λίγο πριν την Αμφιλοχία ο δρόμος 100 μετρά μετά τη παράκαμψη βουλιάζει μέσα σε κάτι σαν λίμνη, αποτέλεσμα των πλημυρών που είχαν πλήξει πρόσφατα τη περιοχή. Επόμενη στάση στην Αμφιλοχία με τον λιγοστό ήλιο να κοντεύει στη δύση του και καφές στο πόδι με ένα ευρώ ( ο καταστηματάρχης μας είπε ότι κάνει 50% έκπτωση σε όλες τις μηχανές!!!!). Ενισχύουμε για άλλη μια φορά τον ρουχισμό μας και βγαίνουμε ξανά στο δρόμο με σκοπό να βγει η υπόλοιπη διαδρομή πάνω στις μηχανές χωρίς άλλες στάσεις και αργοπορίες. Στο δρόμο μεταξύ Άρτας και Ιωαννίνων το κρύο και ο αέρας έχουν αρχίσει να γίνονται ενοχλητικά με το μεγαλύτερο πρόβλημα να είναι ο αφόρητος πόνος στα ακροδάχτυλα (κάτι που μας συνόδεψε σε πολύ μεγάλο μέρος του ταξιδίου και παρόλο που τα θερμαινόμενα γκριπ δούλευαν υπερωρίες. Δεύτερος ανεφοδιασμός για μένα σε πρατήριο με λογικές (ο Θεός να τις κάνει!) τιμές και πρώτος για το Adventure του Στέλιου. Κάνουμε τις τελικές ρυθμίσεις στο GPS της Garmin και μετά από μια κουραστική διαδρομή δύο περίπου ωρών και με παρηγοριά τη συνεχή συνομιλία μας από τις ενδοεπικοινωνίες, φτάνουμε στο Μεγάλο Πάπιγκο, με έμενα προσωπικά να βρίσκομαι στα όρια της υποθερμίας.


Η ώρα είναι περασμένη και η θερμοκρασία φλερτάρει στο 0 όσο κατευθυνόμαστε προς το Μικρό Πάπιγκο, για τον ξενώνα που θα μας φιλοξενούσε κατά τη διαμονή μας στη περιοχή. Το Μικρό Παπικό μόλις 2 χιλιόμετρα από το Μεγάλο είναι από τα ωραιότερα χωριά του Ζαγορίου, γνωστό ως οικισμός από το 14ο αιώνα. Είναι κτισμένο στους πρόποδες της Αστράκας και έχει χαρακτηριστεί από την Unesco ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Αγνοώντας το τελευταίο και με τη παρότρυνση των γονίδιων της φυλής (της ελληνικής ντε!) αποφασίζουμε ότι είναι πολύ λογικό να πάρουμε τις μηχανές μέχρι το ξενοδοχείο ανηφορίζοντας τα πετρόκτιστα καλντερίμια και με τις εξατμίσεις (άνευ σιγαστήρων και μετά μπόλικων ξερογκαζιών) να προσθέτουν έναν ενοχλητικό θόρυβο στην ήσυχη βραδιά. Έπειτα από τη μουρμούρα των ντόπιων για την απαγόρευση διέλευσης τροχοφόρων, ξεφορτώσαμε τις αποσκευές μας και απομακρύναμε με την ουρά στα σκέλια και χωρίς ξερογκαζιες αυτή τη φορά, τις μηχανές, μέχρι την πλατεία του χωριού, μην έχοντας άλλη επιλογή. Η βραδιά κύλησε ήσυχα με μια γερή δόση, τοπικών και μη, σπεσιαλιτέ συνοδευόμενες από τα απαραίτητα τσιπούρα και κρασιά ενώ έκλεισε με ένα ολιγόωρο test drive στο ολοκαίνουργιο pro evolution 2011.
Την επόμενη μέρα και αφού το ξυπνητήρι χτύπησε πέντε φορές, σηκωθήκαμε λίγο μετά τις δέκα για να έρθει η σειρά του απαραίτητου πρωινού. Ο λαμπερός ήλιος έλουζε όλη τη περιοχή, πράγμα που σήμαινε ότι η ραγδαία αλλαγή του καιρού στην υπόλοιπη χωρά δεν είχε πλήξει ακόμα σε μεγάλο βαθμό την Ήπειρο. Η θέα από το ξενώνα ήταν μαγευτική. Στο βάθος, τα βουνά της Αλβανίας είχαν καλυφθεί με τα πρώτα χιονιά και στο μικρό Πάπιγκο είχε ήδη αρχίσει το τσουχτερό κρύο σε συνδυασμό με τον δυνατό αέρα.


Το πρώτο τηλέφωνο της ημέρας είναι από τη μητέρα μου η οποία με αγωνία με ρωτάει αν είμαστε καλά και αν έχει χιονίσει εκεί γιατί η ιδία πάλευε με τη χιονοθύελλα στην Αττική Οδό (!). Ευλογώντας την τύχη μας, ντυνόμαστε για να ξεκινήσουμε τη βόλτα μας στη γύρω περιοχή. Το τοπίο μαγευτικό αλλά δύσκολα να το απαθανατίσεις, αφού εξαιτίας του κρύου, δεν αποχωριζόσουν τη μπαλακλάβα. Ο δρόμος σε πολλά σημεία κράταγε πάγο από το προηγούμενο βράδυ, κυρίως στα σημεία που έτρεχε κάποια βρύση, πράγμα το όποιο μας κρατούσε σε επαγρύπνηση σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Πρώτη στάση στο γεφύρι του Βοϊδομάτη κάτω από το χωριό Ζαγόρι, ο πρώτος σταθμός της επίσκεψης μας. Διερχόμενοι οδηγοί μας κοιτάζουν όπως θα κοίταζε κάνεις κάποιον με παλτό στην έρημο της Σαχάρας, κάποιοι μάλιστα μας ρωτάνε αν είμαστε τρελοί (άκου ερώτηση) και πως αντιμετωπίζουμε το κρύο με 2 βαθμούς στις 12 το μεσημέρι. Φτάνουμε στο χωριό Βίκος με το κρύο και τον αέρα να μας έχουν αποθαρρύνει ελαφρώς. Ο συγκεκριμένος οικισμός κρέμεται κυριολεκτικά στην άκρη της χαράδρας του Βίκου. Το σκηνικό προσφέρει μια υπέροχη θεά προς όλο το φαράγγι με το Βοϊδομάτη να κυλά αγριεμένος στο βάθος της. Φωτογραφίζουμε βιαστικά το τοπίο και επισκεπτόμαστε παρακείμενο μαγαζί για αγορά σουβενίρ και ξηράς τροφής για τη συνεχεία της ημέρας. Εκεί ο μαγαζάτορας μας υποδέχεται με δύο σφηνάκια τσίπουρο που αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικά από τη high-tech ενδυμασία μας και αφού κάνουμε τα ψώνια μας δίνει οδηγίες για τα μέρη τα όποια μπορούμε να επισκεφτούμε. Αποφασίζουμε να κινηθούμε προς την Κόνιτσα με ενδιάμεσους σταθμούς σε κάποια σημεία ενδιαφέροντος, στο Βοϊδομάτη πόταμο, και με σκοπό να καταλήξουμε το απόγευμα στο μεθοριακό σταθμό Μερζιάνη, των ελληνοαλβανικών συνόρων.


Ωστόσο, χωρίς να καταλάβουμε ακριβώς τις οδηγίες που μας έδωσαν, στρίβουμε λίγο πιο νωρίς απ’ ότι έπρεπε και μετά από λίγη χωμάτινη οδήγηση μέσα σε λάσπες και παγωμένες νερολακούβες, καταλήγουμε σε κάποια ρεματιά και όχι φυσικά στο γεφύρι που περιμέναμε. Κάνουμε μια στάση και περπατάμε λίγο μέσα στο δάσος των βελανιδιών που απλώνετε μπροστά μας. Αποφασίζουμε να μη παραμείνουμε πολύ εκεί μιας και εντοπίζουμε κάποια ίχνη αρκούδας(!), συμφώνα με τον πρώην πρόσκοπο Στέλιο. Στο σωστό δρόμο πλέον και με τον ήλιο σε καθοδική πορεία, φτάνουμε στην είσοδο του εθνικού δρυμού Βίκου Αώου. Σε εκείνο το σημείο ενώνονται τα δυο μεγάλα ποτάμια μας, με τα πλατάνια, το ποτάμι και ένα πετροχτηστο παραδοσιακό ηπειρώτικο γεφύρι να συνθέτουν ένα μαγευτικό σκηνικό. Εκεί υπάρχει επίσης και ένας ξενώνας - φάρμα που διαθέτει άλογα για ιππασία όπως επίσης και εξοπλισμό για άλλες δραστηριότητες όπως καγιάκ ραφτινγκ κλπ. Βγάζουμε κάποιες φωτογραφίες και κάνουμε παιχνίδι με τις μηχανές μέσα στα μισοπαγωμένα λασπόνερα πριν πάρουμε το δρόμο για τη Κόνιτσα. Σε μερικά χιλιόμετρα βρισκόμαστε μπροστά στην πόλη και στο παλιό γεφύρι της με τα πολυβολεία του να στέκουν εκεί φρουροί, απομεινάρια άλλων πιο δύσκολων καιρών. Τότε που οι επίδοξοι κατακτητές τιμούσαν τα παντελόνια τους και επιτίθεντο με όπλα και όχι με το ΔΝΤ. Αποφασίζουμε να μη μπούμε μέσα στη πόλη λόγω έλλειψης χρόνου πλέον και αρκούμαστε στο να βολτάρουμε μέσα στο μαγευτικό φαράγγι της. Οδηγούμε μέχρι εκεί που μπορούμε να φτάσουμε με τις μηχανές και κάνουμε μια στάση για τσιγάρο. Κάποιοι ίσως λίγο πιο παλαβοί από μας κάνουν κανόε - καγιάκ μέσα στα ορμητικά και παγωμένα νερά του πόταμου. Παρόλο που το συγκλονιστικό τοπίο δε μας αφήνει να φύγουμε, ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση προς τη Μερτζιάνη,  προσπαθώντας να ξεκολλήσουμε τη μηχανή μου από τη λάσπη. Τελικά μας βοηθά ένας μονάχος ο όποιος βάδιζε ξυπόλητος (!) προς κάποια Μονή στο βάθος της χαράδρας. Τον ευχαριστούμε και ξεκινάμε για το μεθοριακό σταθμό.


Μετά από μια σχετικά σύντομη και αδιάφορη διαδρομή φτάνουμε νύχτα πλέον στο μεθοριακό σταθμό. Καλησπερίζουμε τους φύλακες και κουβεντιάζουμε λίγο μαζί τους. Ο συγκεκριμένος σταθμός δεν έχει καθόλου κίνηση και έτσι μας επιτρέπουν να διασχίσουμε τη γέφυρα που χωρίζει τις δυο χώρες με τις μηχανές και να βγάλουμε μερικές φωτογραφίες. Φτάνουμε μάλιστα στο φυλάκιο των αλβανικών συνόρων χωρίς να μας δώσει κάνεις σημασία. Αφού τραβάμε κάποιες εικόνες, ευχαριστούμε τους φύλακες και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής για το Πάπιγκο. Το κρύο αρχίζει να γίνετε ανυπόφορο κυρίως στα χέρια. Οδηγούμε σβέλτα αλλά σχετικά προσεκτικά με τον φόβο του πάγου, αν και έχουμε σημαδέψει τα επικίνδυνα σημεία από το πρωί. Φτάνουμε στο Πάπιγκο μετά από αρκετή ώρα ξεπαγιασμένοι με το θερμόμετρο της μηχανής να δείχνει πλέον -5 (!) βαθμούς κελσίου. Καταλήγουμε στη χθεσινή ταβέρνα όπου ο μαγαζάτορας μας υποδέχεται με δυο σφηνάκια τσίπουρο που μας επαναφέρουν στη σωστή θερμοκρασία. Η ταβέρνα λέγεται Αστράκα, βρίσκεται στο μεγάλο Παπιγκό και πραγματικά αξίζει να περάσετε από κει τα βράδια. Το φαγητό είναι τέλειο, οι τιμές κάτι παραπάνω από ικανοποιητικές και οι άνθρωποι πραγματικά φιλόξενοι και φιλικοί. Μετά από ένα πλούσιο γεύμα με κρεατόσουπα, λουκάνικα και το τοπικό γαλοτύρι (πραγματικά πολύ καλό) συζητάμε για τη διαδρομή της επόμενης μέρας. Τα νέα για το καιρό όμως δεν είναι καλά. Για την Κυριακή προβλεπόταν λιακάδα με χαμηλές θερμοκρασίες, όμως από τα ξημερώματα της Δευτέρας ο καιρός θα άλλαζε δραματικά με δυνατές χιονοπτώσεις στη περιοχή. Μετά την κουβέντα μας με τους ντόπιους εκεί, αποφασίζουμε να μη ρισκάρουμε τον αποκλεισμό. Η επομένη μέρα θα περιλάμβανε εκδρομή σε πολλά χωριά της περιοχής καθώς και σε σημεία ενδιαφέροντος στο φαράγγι του Βίκου. Τελικός προορισμός τα Ιωάννινα αργά το βράδυ όπου και θα βρίσκαμε ένα ξενοδοχείο να περάσουμε τη νύχτα. Την επομένη θα επιστρέφαμε στην Αθήνα από το δρόμο τον οποίο φτάσαμε εδώ. Καληνυχτίζουμε τους πραγματικά φιλόξενους ανθρώπους και επιστρέφουμε στο δωμάτιο και στη μονομαχία του playstation.


Το πρωινό ξύπνημα επετεύχθη πριν τις 09:00 αυτή τη φορά, μιας και ο χρόνος ήταν περιορισμένος, και τα μέρη που θέλαμε να επισκεφτούμε πολλά. Την ώρα του πρωινού οι άνθρωποι του ξενώνα (θέλοντας ίσως να κερδίσουν μια διανυκτέρευση) προσπαθούν να μας πείσουν ότι δύσκολα το μικρό Πάπιγκο πιάνει τόσο χιόνι ώστε να μας αποκλείσει. Αφού, λοιπόν, πρόκειται για βαριές μηχανές, αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε τη συμβουλή των χθεσινών ντόπιων σε περίπτωση που οι πιθανότητες για μισό μέτρο χιόνι επαληθευτούν. Φορτώνουμε λοιπόν γρήγορα τις μηχανές και ξεκινάμε με το αέρα να έχει κοπάσει αλλά το κρύο να παραμένει τσουχτερό. Φεύγοντας από τον οικισμό της Αστράκας, στο μεγάλο Πάπιγκο πλέον, τα πράγματα γίνονται σαφώς πιο ευχαρίστα. Ο ήλιος παραμένει λαμπερός και θα μας συνοδεύει καθ’ όλη την περιήγηση μας στη περιοχή. Το πρόγραμμα περιελάμβανε στάσεις στα γραφικά χωριά γύρω απ’ το κεντρικό Ζαγόρι, επίσκεψη στα δύο καλύτερα “μπαλκόνια” με θέα στη χαράδρα του Βίκου και με τελικό προορισμό το Τσεπέλοβο, τον διακαή πόθο του Στέλιου. Πρώτη στάση στα Κάτω Πεδινά. Το χωριό είναι χτισμένο αμφιθεατρικά στη δυτική πλευρά ενός οροπεδίου, ανάμεσα στα βουνά Μιτσικέλι και Στούρο. Καταλήγουμε με τις μηχανές στη κεντρική πλατεία του χωριού διπλά από το ναό του Άγιου Αθανασίου. Η εικόνα της εγκατάλειψης μας συντροφεύει σε κάθε μας βήμα. Υπάρχει ένα καφενείο στο όποιο είδαμε και τα μόνα τρία αυτοκίνητα του χωρίου. Τα ετοιμόρροπα πετρόχτιστα αρχοντικά, τα εγκαταλελειμμένα αλώνια καθώς και η αρχιτεκτονική του ναού, μαρτυρούν ότι ο τόπος έχει δει και καλύτερες μέρες. Βγάζουμε κάποιες φωτογραφίες και αποχωρούμε χωρίς καν να έχουμε συναντήσει κάποιο άνθρωπο ή ζώο. Διασχίζοντας το καταπράσινο οροπέδιο καταλήγουμε στα Άνω Πεδινά. Εδώ τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα μιας. Υπάρχει αρκετός κόσμος στο δρόμο, ξενώνες και ταβέρνες αλλά και η μεσαιωνική Μονή Ευαγγελίστριας. Ανηφορίζουμε για την οξιά, το πρώτο από τα δυο “μπαλκόνια” που θέλαμε να επισκεφθούμε.


Περνώντας ταχύτατα από το πανέμορφο Μονοδένδρι, συναντάμε στο δρόμο μας το πέτρινο δάσος. Πρόκειται για ένα απίστευτο γεωλογικό φαινόμενο από αυτά που η φύση δημιουργεί μόνο όταν έχει μεγάλα κέφια. Δεξιά και αριστερά του δρόμου βρίσκονται συστάδες βράχων σχηματισμένοι από πέτρινες πλάκες τοποθετημένες έτσι που θαρρείς ότι σχηματιστήκαν από ανθρώπινο χέρι. Σκαρφαλώνουμε σε μια τέτοια συστάδα για να θαυμάσουμε τη θεά όμως αντικρίζουμε καμιά πενηντάρια σκουριασμένους τενεκέδες και σκουπίδια. Τον ενθουσιασμό διαδέχεται η απογοήτευση. Τόσες μέρες στα βουνά το μόνο που πετούσαμε κάτω ήταν οι γόπες από τα στριφτά τσιγάρα μας, τα δε βαλιτσάκια μας είχαν μετατραπεί σε σκουπιδοτενεκέδες από τα μπουκαλάκια του νερού και τα χαρτιά από τις σοκολάτες. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν οι ντόπιοι να υποβαθμίζουν έτσι τη περιοχή τους μολύνοντας ένα τέτοιο μνημείο της φύσης; Καβαλάμε τις μηχανές αλλά διακόσια μετρά παραπάνω βλέπουμε μια αγελάδα να έχει εγκλωβιστεί γλιστρώντας σε μια λίμνη πάγου. Μαζί με άλλους περαστικούς αποφασίζουμε να βοηθήσουμε το άτυχο ζώο, και περνώντας του ένα σχοινί από τα κέρατα το τραβάμε έξω από τη λίμνη. Το τραυματισμένο ζώο μάταια προσπαθεί να σηκωθεί και έτσι έχοντας κάνει ότι μπορούσαμε, την αφήνουμε και συνεχίζουμε το δρόμο μας. Σε πέντε λεπτά βρισκόμαστε στο τέρμα του δρόμου. Μέσω ενός πέτρινου μονοπατιού φτάνουμε στο μπαλκόνι. Η θεά είναι μαγευτική σε όλη τη χαράδρα, με το Βοϊδομάτη στο βάθος να κυλά φουσκωμένος. Ο Στέλιος αποφασίζει να αγναντέψει τη θέα έξω από το προστατευτικό τοίχο, πάνω σε ένα βράχο μισό τετραγωνικό μετρό, που αιωρούταν καμία εφτακοσαριά μετρά πάνω από το ποτάμι. Η θέα και μόνο του φίλου μου να φλερτάρει με το κενό μου φέρνει ζαλάδα στο κεφάλι και κάποια παραδοσιακά “γαλλικά” στα χείλη, για να πάρω ως απάντηση κάποια σχόλια για τον ανδρισμό μου και το ποσό γατάκι είμαι.


Στο δρόμο της επιστροφής συναντάμε ξανά τη λαβωμένη αγελάδα και δίπλα της τρία σκυλιά, πιστοί φύλακες διπλά στο ζώο. Κατευθυνόμαστε προς τους Κήπους για να θαυμάσουμε το καλογερικό γεφύρι, το μοναδικό τρίτοξο στη περιοχή. Στη διαδρομή συναντάμε αρκετά σημεία με πάγο, ακόμα και σταλακτίτες που κρέμονται από τα βράχια. Πέρασμα αστραπή από το αδιάφορο Δίλοφο και στάση στο γεφύρι Κόκκορου, ένα από τα πιο γνωστά στα Ζαγοροχώρια και θέμα πολλών καρτ ποσταλ. Το δημοφιλές γεφύρι βρίσκεται στην άκρη ενός φαραγγιού διπλά στο κεντρικό δρόμο και το σύγχρονο γεφύρι. Ακριβώς δίπλα υπάρχει ένας εντυπωσιακός βράχος, πάνω στον οποίο έχουν διαμορφωθεί αναρριχητικές διαδρομές και σηματοδοτημένα πεζοπορικά μονοπάτια ενώ από κάτω κυλά ένα πεντακάθαρο ποτάμι. Σε πέντε λεπτά βρισκόμαστε επιτέλους στο Καλογερικό γεφύρι έξω από τους Κήπους. Καθόμαστε λίγο εκεί συζητώντας για το υπόλοιπο του δρομολογίου με τον χρόνο να μας πιέζει. Στο πρόγραμμα υπολείπονται δύο ακόμα σημεία: το Βραδέτο στο όποιο βρίσκεται το δεύτερο «μπαλκόνι» και φυσικά το Τσεπέλοβο. Φτάνοντας στο Βραδέτο μας ενημερώνουν ότι το μπαλκόνι βρίσκεται δέκα λεπτά με τις μηχανές από το χωριό και ότι υπάρχει ένα μικρό πεζοπορικό μονοπάτι που θα μας οδηγούσε εκεί. Θα έπρεπε όμως να βιαστούμε διότι ο ήλιος ήταν πλέον πολύ κοντά στη δύση του. Ξεκινάμε, λοιπόν, ακολουθώντας ένα ορεινό φιδίσιο δρόμο με το Στέλιο σε θέση πλοηγού ελέω GPS. Βρισκόμαστε στα 1500 μέτρα υψόμετρο και η θέα μας παίρνει την ανάσα. Η εικόνα που αντικρίζουν τα μάτια μας με τον ήλιο να δύει πίσω από πανύψηλα βουνά δεν μπορεί να περιγραφτεί μέσα στις λίγες αυτές σειρές. Κάνοντας μερικές λανθασμένες παρακάμψεις μέσα σε κάποιους χωματόδρομους, φτάνουμε επιτέλους στο σημείο που έπρεπε να αφήσουμε τις μηχανές.


Γύρω μας, ψυχή, και για πρώτη φορά στη ζωή μου σβήνοντας τη μηχανή ακούω τον ήχο της… απολυτής σιωπής! Ούτε θρόισμα φύλου, ούτε φυσικοί ή μη ήχοι, η απολυτή σιωπή. Μια ταμπέλα μας πληροφορεί ότι το μπαλκόνι βρίσκεται στα 15 λεπτά με τα πόδια και ότι έπρεπε να ακολουθήσουμε τα βελάκια για να πάμε εκεί. Το μονοπάτι, είναι δύσβατο σε πολλά σημεία και μας οδηγεί σε ένα πετρόχτιστο μπαλκόνι δύο επίπεδων. Η θέα προς τη χαράδρα είναι μαγευτική αν και το λυκόφως έχει κάνει την εμφάνιση του μειώνοντας την ορατότητα. Δεξιά μας βλέπουμε κάθετα βράχια - αετοφωλιές και απέναντι μας η χαράδρα του Βίκου, με θέα μέχρι και το ομώνυμο χωριό, καθώς και την οξιά που είχαμε επισκεφτεί νωρίτερα. Το σημείο αυτό αξίζει τη φήμη του για να θαυμάσει κανείς τη χαράδρα του Βίκου, το μοναδικό αυτό φαινόμενο σε όλη την Ευρώπη, με αναφορά και στο βιβλίο Γκίνες, ως το βαθύτερο φαράγγι του κόσμου που σχηματίζεται από κατακόρυφους βράχους μέγιστου ύψους 950μ. Το πλάτος της χαράδρας στη βάση (κοίτη) κυμαίνεται από 30 μέχρι 100 μέτρα και το μήκος είναι περίπου 12 χιλιόμετρα. Γεμάτοι πλέον από εικόνες που θα μας συντροφεύουν σε όλη μας τη ζωή, ξεκινάμε για τις μηχανές. Σκοτάδι πλέον και με τη βοήθεια του φακού βρίσκουμε με λίγη δυσκολία το μονοπάτι. Το κρύο πλέον είναι αισθητό και ένα στρώμα υγρασίας έχει καλύψει μηχανές και κράνη. Με το θερμόμετρο στους -3 βαθμούς, η υγρασία αυτή έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα λεπτό στρώμα πάγου. Ιδρωμένοι από την πεζοπορία βρίσκουμε σοφό το να αλλάξουμε και να ενισχύσουμε το ρουχισμό μας με πιο ζεστά ρούχα. Κάνω μια τελευταία απόπειρα να πείσω τον Στέλιο ότι είναι η ώρα να αποχωρήσουμε για Γιάννενα αλλά εκείνος ανένδοτος επιμένει να πάμε στο Τσεπέλοβο.


Ξεκινάμε, λοιπόν, την κατάβαση μας με το θερμόμετρο να φλερτάρει με τους -5 αυτή τη φορά και με τη προσοχή μας στα παγωμένα σημεία. Φτάνουμε μετά από μισή ώρα στο Τσεπέλοβο ξεπαγιασμένοι. Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι της περιοχής με αξιοθαύμαστη αρχιτεκτονική. Στην κεντρική πλατεία συναντάμε τη μεσαιωνική εκκλησία του χωριού με το καμπαναριό της. Τα στολισμένα με λαμπάκια μαγαζιά λόγω Χριστουγέννων δίνουν μια παραμυθένια νότα στο όλο σκηνικό. Μπαίνουμε σε μια καφετέρια και αμέσως οι ντόπιοι πιάνουν τη κουβέντα με τους μουρλούς καβαλάρηδες που έφτασαν στο τόπο τους. Πίνουμε ένα ζεστό καπουτσίνο και τους καληνυχτίζουμε ευγενικά. Μπροστά μας έχουμε πενήντα περίπου δύσκολα χιλιόμετρα, εν μέσω τσουχτερού κρύου και παγωμένου δρόμου, για τα Γιάννενα. Το πρόβλημα με τα ακροδάχτυλα εμφανίζεται ξανά αλλά δεν είναι το μόνο. Η αυτονομία του δικού μου GS με προδίδει για άλλη μια φορά. Ανοιχτό βενζινάδικο δεν υπάρχει πουθενά και η υπολειπομένη βενζίνη μας φτάνει για 20 χιλιόμετρα ακόμα. Ξεπαγιασμένοι και αγχωμένοι οδηγούμε όσο πιο οικονομικά γίνεται. Εν τέλει, βρίσκουμε βενζινάδικο το όποιο παρόλη τη ληστρική τιμή ανά λίτρο μοιάζει όαση στη μέση της ερήμου. Βάζω μόνο όση βενζίνη χρειαζόμουν και ξεκινάμε. Μετά από σχεδόν μίση ώρα κουραστικής οδήγησης φτάνουμε στα Γιάννενα. Μαρκάρουμε στο GPS ξενοδοχείο κοντά στη λίμνη και ευτυχώς βρίσκουμε ένα αξιοπρεπέστατο δωμάτιο στα 50€ - και με κλειστό πάρκιν για τις μηχανές παρακαλώ. Μετά από ένα ζεστό μπάνιο αλλάζουμε μετά από τρεις μέρες τα όχι και τόσο άνετα ρούχα της μηχανής και ξεκινάμε ένα χαλαρωτικό βραδινό περίπατο στη πόλη. Καταλήγουμε σε κάποιο μεζεδοπωλείο και μετά από ένα δυνατό δείπνο συνεχίζουμε τη βόλτα μας γύρω από τα παραμυθένια τείχη του κάστρου, διπλά στη λίμνη. Ο αέρας κάνει σιγά - σιγά την εμφάνιση του και όταν οι σιγανές ψιχάλες μετατρέπονται σε σφοδρή καταιγίδα, επιστρέφουμε στο δωμάτιο. Με μια μικρή ανησυχία για τον καιρό της επόμενης μέρας, κατάκοποι, αλλά ψυχικά γεμάτοι από την υπέροχη ταξιδιωτική μέρα, πέφτουμε για ύπνο.


Το πρωινό μας βρίσκει στη λίμνη να χαζεύουμε τους κατάλευκους πλέον ορεινούς όγκους. Οι προβλέψεις της ΕΜΥ επαληθεύτηκαν. Ικανοποιημένοι από την επιλογή μας για αλλαγή ταξιδιωτικού πλάνου, κάνουμε μια μικρή βόλτα στη πόλη για καφέ και πρωινό. Η θερμοκρασία φτάνει τους 7 βαθμούς και μας φαίνεται αστεία σε σχέση με τον παγετό στα βουνά. Χωρίς να βιαζόμαστε, ετοιμάζουμε τις αποσκευές μας και μετά από μερικές φωτογραφίες αφήνουμε πίσω μας τα Γιάννενα με σκοπό να κατηφορίσουμε προς Αθήνα αφού πρώτα κάνουμε μια στάση στην Άρτα και στο ξακουστό της γεφύρι. Απολαμβάνουμε τη διαδρομή, παρόλο το ψιλόβροχο, θαυμάζοντας τα ορεινά κομμάτια και διασχίζοντας φαράγγια παράλληλα με ποτάμια. Βέβαια μόλις ολοκληρωθεί η Ιωνία Οδός, ο ταξιδιώτης δε θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει την ομορφιά του εν λόγω τοπίου. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής βλέπουμε μια πινακίδα που μας ενημερώνει ότι σε ένα χιλιόμετρο βρίσκονται οι πήγες του πόταμου Λούρου και ενστικτωδώς κάνουμε μια μικρή παράκαμψη για να δούμε περί τινός πρόκειται. Ακλουθώντας τις ταμπέλες ανηφορίζουμε ελαφρά και ξαφνικά αντικρίζουμε ένα από τα ωραιότερα τοπία του ταξιδιού μας. Σε ένα πλάτωμα ξεπροβάλλει μια ολοστρόγγυλη λίμνη, στεφανωμένη από έναν ορεινό όγκο κατάφυτο από έλατα που καθρεφτίζονται στην επιφάνεια της. Διασχίζουμε ένα μικρό γεφύρι και βρισκόμαστε σε ένα χωμάτινο μονοπάτι 300 περίπου μέτρων που κυκλώνει τη λίμνη. Αφήνουμε τις μηχανές και κάνουμε το γύρο της λίμνης με τα πόδια. Το νερό αναβλύζει μέσα από τη γη, δημιουργώντας μικρές φυσαλίδες στην ήρεμη επιφάνεια της. Η συνεχή ροή χαρίζει τέτοια διαύγεια στη λίμνη που μπορείς να δεις το βυθό της με τα υδρόβια φυτά σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε και του θαλασσί. Περνώντας κάτω από το γεφυράκι, το νερό ξεκινάει ορμητικά το μακρύ του ταξίδι σχηματίζοντας πλέον το πόταμο Λούρο. Το παραμυθένιο σκηνικό συμπληρώνουν κάποια δέντρα στις όχθες με τους κορμούς τους κλαδεμένους από βρύα.


Η μαγεία και η γαλήνη του τοπιού που τυχαία ανακαλύψαμε είναι τέτοια που μας παίρνει τουλάχιστον μια ώρα για να ξεκινήσουμε μέχρι που μας πιάνει μια σχετικά δυνατή βροχή. Πραγματικά νιώθω ότι αυτές οι λίγες σειρές και η ανύπαρκτη συγγραφική μου εμπειρία δε μπορούν να περιγράψουν επαρκώς ένα μέρος του οποίου η ομορφιά έχει πραγματικά χαρακτεί στη μνήμη μας και μνημονεύεται ακόμα στις συζητήσεις μας. Υπό βροχή αφήνουμε πίσω μας τον ευλογημένο αυτό τόπο. Για τους καλοφαγάδες, προτείνω ανεπιφύλακτα την καπνιστή πέστροφα από τα τοπικά εκτροφεία.
Περνώντας από τη Φιλιππιάδα θα κάνουμε ακόμα μια παράκαμψη αντικρίζοντας μια πινακίδα που μας πληροφορεί ότι σε δύο χιλιόμετρα φτάνουμε στη λίμνη Ζήρου. Για άλλη μια φορά, η περιέργεια μας θα μας ανταμείψει μιας καθώς οδηγούμαστε, μέσω ενός χωματόδρομου, σε άλλη μια μαγευτική τοποθεσία. Αφήνουμε πίσω μας κάποιες παιδικές κατασκηνώσεις και κατεβαίνουμε με τις μηχανές στις όχθες της λίμνης διπλά σε κάποια κατεστραμμένα ξύλινα παραπήγματα. Ο πάντα παρορμητικός Στέλιος παρκάρει τη μηχανή του με τη πίσω ρόδα μέσα τη λίμνη πράγμα που στην αποχώρηση θα του κοστίσει μια αστεία πτώση (ακόμα γελάμε). Περνάμε άλλο ένα μισάωρο χαζεύοντας την ομορφιά του τοπιού και αποχωρούμε για την Άρτα. Όταν πια φτάνουμε στην Άρτα αποφασίζουμε να γευματίσουμε εκεί αφού έχουμε τραβήξει τις απαραίτητες φωτογραφίες από το ξακουστό γεφύρι. Νύχτα, πλέον, στο Αγρίνιο πίνουμε ένα καφέ στο πόδι και φοράμε τα αδιάβροχα υπό το φόβο βροχής. Διασχίζουμε τη γέφυρα Ρίου Αντίρριου και μπαίνουμε στη καρμανιόλα Πατρών- Κορίνθου. Στο επόμενο μισάωρο έμελλε να ζήσουμε τη χειρότερη εμπειρία μέχρι τότε. Νύχτα και υπό βροχή, με ταχύτητες κάτω από τα 50 χιλιόμετρα την ώρα, παλεύουμε ανάμεσα σε νταλίκες και ΙΧ να βγούμε αλώβητοι από τις συνεχείς μονοδρομήσεις και παρακάμψεις.


Με τα έργα σε εξέλιξη, τα μέτρα ασφάλειας είναι ελλιπή. Οι παλιές διαγραμμίσεις έχουν καλυφτεί πρόχειρα με μια μαύρη μπογιά της οποίας η ολισθηρότητα αποτελεί δημόσιο κίνδυνο. Νιώθω για πρώτη φορά στη ζωή μου να φοβάμαι τόσο πολύ πάνω στη μηχανή. Οι δε κίτρινες διαγραμμίσεις με οδηγούν σε κάποια στροφή ακόμα και στο αντίθετο ρεύμα, πράγμα που αντιλαμβάνομαι όταν βλέπω τα φωτά των αυτοκίνητων να έρχονται κατά πάνω μου. Είχαμε προγραμματίσει τη στάση μας για τον Ισθμό αλλά με τις συνθήκες που επικρατούσαν σταματάμε εκνευρισμένοι και ψυχολογικά εξουθενωμένοι στο ΣΕΑ Ακράτας, μέχρι να καλμάρει η βροχή. Σκεφτείτε απλά ότι για αυτό το δρόμο κληθήκαμε να πληρώσουμε και διόδια, πράγμα το όποιο φυσικά αρνηθήκαμε. Με τη βροχή να έχει σταματήσει τελείως για το υπόλοιπο του ταξιδιού, κάνουμε μια τελευταία στάση στην Κακιά Σκάλα και αργά τη νύχτα πλέον φτάσαμε στην Αθήνα. Το ταξίδι αυτό καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στις μνήμες μας. Ήταν το καλύτερο και πιο γεμάτο σε εικόνες ταξίδι που είχαμε κάνει ποτέ… τουλάχιστον μέχρι το επόμενο!