Admiror Gallery: 5.0.0
Server OS:nginx/1.26.2
Client OS:Unknown
PHP:5.6.40-78+ubuntu22.04.1+deb.sury.org+1
Στον Πύργο του Παλαβού
|
Του Δημήτρη Κατσούλα
Πριν ακόμα το ξυπνητήρι λαλήσει τρεις φορές, το μάτι μου είχε ήδη ανοίξει και «φλερτάριζε» με τις πρώτες πρωινές φθινοπωρινές ηλιαχτίδες. Κύρια μέριμνα να φτιάξω έναν δυνατό ελληνικό καφέ, να τραβήξω κανα-δυο τζούρες καπνού και να τρέξω κατόπιν στην εξώπορτα, αφού η κόρνα του συνοδοιπόρου μου με καλούσε για την πολυπόθητη σαββατιάτικη απόδραση.
Την επόμενη δόση καφεΐνης την απολαύσαμε δύο ώρες αργότερα στο χωριό Σελιανίτικα, λίγο πριν την Πάτρα. Εδώ ήταν η αφετηρία απ’ όπου θα σκαρφαλώναμε στον βορειότερο ορεινό όγκο της Πελοποννήσου, το Παναχαϊκό όρος. Μπορεί η τωρινή ονομασία του βουνού να οφείλεται αποκλειστικά στην γεωγραφική του θέση (επειδή βρίσκεται μέσα στην Αχαΐα), κατά τα μεσαιωνικά όμως χρόνια -και έως τις αρχές του 20ου αιώνα- ονομάζονταν Βοϊδιάς. Σύμφωνα με τοπικούς μύθους, κατά τον κατακλυσμό του Νώε το βουνό είχε καλυφθεί τόσο πολύ από νερό που μόνο ένα βόδι χωρούσε στην κορυφή! Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως η ψηλότερη κορυφή του Παναχαϊκού όρους (1928 μ.) ονομάζεται «Ο Πύργος του Παλαβού», γιατί κάποιος παλαβός επιχείρησε κάποτε να χτίσει ένα σπίτι εκεί….
Ακολουθώντας αρχικά τον επαρχιακό δρόμο προς την Μονή Αγίας Ελεούσας, περάσαμε μέσα από τα χωριά Καμάρες, Σάρκουνας, Νέο Σαλμένικο και Κάτω Σαλμένικο. Αφού προσπεράσαμε και την Μονή της Αγίας Ελεούσας, διανύσαμε ακόμα 1,5 χλμ. ταλαιπωρημένης ασφάλτου και «μπήκαμε» στον χωματόδρομο που θα μας οδηγούσε στην καρδιά του Παναχαϊκού όρους. Από τις πρώτες στροφές της ανάβασης, το γαλάζιο σεντόνι του Κορινθιακού κόλπου, τα απέναντι επιβλητικά βουνά της Στερεάς Ελλάδας και η φουτουριστική γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου γέμιζαν το οπτικό μας πεδίο, ενώ οι συνεχόμενες στάσεις για να θαυμάσουμε το υπέροχο πανοραμικό σκηνικό ήταν επιτακτικές.
Οδηγώντας σε χωματόδρομους που είχαν πρόσφατα ανοιχτεί, είχαμε για παρέα μας τα σύννεφα που αγκάλιαζαν τις κορυφές του όρους, όπως και τις πάμπολλες ανεμογεννήτριες που δήλωναν την παρουσία τους με την τεράστια «κορμοστασιά» τους και την παράξενη βοή τους. Εδώ, στις κορυφογραμμές του Βοδιά, έχει στηθεί ένα από τα μεγαλύτερα αιολικά πάρκα της Πελοποννήσου, η εγκατάσταση του οποίου είχε προκαλέσει έντονες διαμάχες ανάμεσα στους οικολόγους και την πολιτεία. Η ύπαρξη του και μόνο δείχνει τον τελικό νικητή…..
Διανύοντας περίπου 20 χλμ. βατού χωματόδρομου, βρεθήκαμε στο ομορφότερο σημείο του Παναχαϊκού, που όμοιό του ίσως δεν υπάρχει στην Ελλάδα – πρόκειται για το οροπέδιο Πρασσούδι. Φωλιασμένο ανάμεσα στις δύο ψηλότερες κορυφές του Παναχαϊκού όρους (στα 1800 μ.), το οροπέδιο Πρασσούδι φιλοξενούσε ένα κοπάδι αγελάδες που «έσβηνε» την πείνα του, δύο φυσιολάτρες που πεζοπορούσαν στα μονοπάτια του και δύο δίτροχους πρωτευουσιάνους που έπαιζαν με τα “άλογά” τους στο καταπράσινο χνουδωτό χορτάρι – όλα ήταν μια σκέτη μαγεία. Εδώ, στην όμορφη Λάκκα (την δεύτερη ονομασία του οροπεδίου) βρισκόταν το ένα από τα δύο ορειβατικά καταφύγια του Παναχαϊκού, το οποίο και ανακαινιζόταν.
Ένα ζευγάρι αχνές ροδιές πάνω στο νωπό γρασίδι μάς έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουμε - κάπου εδώ ξεκινούσε η ζόρικη βόλτα μας. Η κατηφόρα ξεκίνησε απότομα και μαζί της ήρθαν επίσης οι κροκάλες, τα νεροφαγώματα και οι κλειστές στροφές, που μας ταλαιπώρησαν για περίπου 4 χλμ. Παράλληλα, από την μια πλευρά του χωματόδρομου υπήρχαν απότομες βουνοπλαγιές, ενώ από την άλλη, ένας τρομακτικός γκρεμός που σταματούσε στα πρώτα σπίτια του χωριού Άνω Σούλι. Μπορεί η διαδρομή να μας κούρασε και να μας άγχωσε, αλλά σίγουρα αποζημίωσε τα “θέλω” μας. Αφού ξεπεράσαμε τον δύσβατο χωματόδρομο, στην πρώτη διασταύρωση που βρήκαμε στρίψαμε αριστερά και κατευθυνθήκαμε προς τον Οβρυόκαμπο, διασχίζοντας ένα καταπράσινο πευκόφυτο δάσος. Κι αφού ξαποστάσαμε για λίγο στην πηγή του Θανά, συνεχίσαμε κατόπιν προς το ιστορικό χωριό Λαπαναγοί και την Μονή Μακελλαριάς.
Αφήνοντας πίσω μας το δάσος του Οβρυόκαμπου, η διαδρομή μας είχε χαμηλή πυκνή βλάστηση και πολύ καλή ποιότητα χώματος, πράγμα που μας επέτρεπε να παίζουμε σαν μικρά παιδιά, μια και οι πλαγιολισθήσεις ήταν ελεγχόμενες και το οπτικό μας πεδίο καθαρό. Φθάνοντας στην είσοδο του χωριού Λαπαναγοί αντικρίσαμε μια σιδερένια πύλη που μας καλωσόριζε στον σχεδόν εγκαταλειμμένο οικισμό. Η πρώτη μας ματιά έπεσε πάνω στον ιερό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου και στα πέτρινα σπίτια του χωριού, που έδεναν αρμονικά με το ανάγλυφο της περιοχής.
Περιδιαβαίνοντας στα πέτρινα καλντερίμια του χωριού, επισκεφτήκαμε την κλειστή εκκλησία (είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από τον μεγάλο σεισμό του 1995) και φωτογραφίσαμε τις εναπομείναντες μαρτυρίες από τις πέτρινες διώροφες κατοικίες των Λαπαναγαίων. Έντονος ήταν ωστόσο ο προβληματισμός μας για την πλήρη εγκατάλειψη και απαξίωση αυτού του πανέμορφου τόπου από την πολιτεία.
Η ιστορία των Λαπαναγών χάνεται περίπου έξι δεκαετίες πίσω. Στις δύσβατες πλαγιές του λόφου που φιλοξενεί το χωριό δόθηκε μια από τις μεγαλύτερες μάχες ενάντια του τουρκικού ζυγού, η περίφημη μάχη της Καυκαριάς. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής, οι κάτοικοι του αχαϊκού οικισμού αντιστάθηκαν με σθένος κατά των Ναζί, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί κατακτητές τον Δεκέμβριο του 1943 να κάψουν το χωριό και να εκτελέσουν τον ανδρικό πληθυσμό για αντίποινα.
Κατηφορίζοντας από τους Λαπαναγούς, διασχίσαμε μέσω μιας τσιμεντένιας γέφυρας τον ποταμό Σελινούντα. Αξίζει να σταματήσετε εδώ και να αναζητήσετε το παλιό πέτρινο γεφύρι « Γυφτοπήδημα», ένα ιστορικό γεφύρι που φτιάχτηκε από Λαπαναγαίους μαστόρους της πέτρας.
Στην πρώτη διχάλα στρίψαμε δεξιά προς την Μονή Μακελλαριάς, μια διαδρομή κυριολεκτικά σκαμμένη σ’ έναν πελώριο βράχο. Ο δρόμος ήταν τόσο ανηφορικός και στενός, που αν σταματούσα για φωτογραφία θα με έπαιρνε η κατρακύλα – φυσικά και δεν το έπραξα. Ένα επιφώνημα έκπληξης και δέους ξέφυγε από το στόμα μου όταν αντίκρισα την επιβλητική μονή, που δέσποζε στην κορυφή του βράχου.
Η Μονή Μακελλαριάς είναι από τις παλαιότερες της περιοχής και ιδρύθηκε το 532 μ. Χ. από έναν Βυζαντινό στρατηγό. Κατά την άφιξη του Μωάμεθ Β΄ στην περιοχή, οι κάτοικοι των γύρω χωριών και οι μοναχοί βρήκαν καταφύγιο στα κελιά της μονής. Δυστυχώς, οι Τούρκοι μπήκαν στην μονή και τους κατάσφαξαν όλους. Εικάζεται ότι η τωρινή ονομασία της Μονής Μακελλαριάς προήλθε από αυτό ακριβώς το ιστορικό γεγονός (από την λέξη «μακελειό» ή από τις λέξεις «αίμα» και «κελί»). Η μονή ξαναχτίστηκε και ανακαινίστηκε το 1784 και από τότε παραμένει αρχιτεκτονικά αναλλοίωτη. Αν και η Μονή Μακελλαριάς είναι ανοιχτή για το κοινό, εκείνη την ημέρα σταθήκαμε άτυχοι, αφού ήταν κλειστή.
Αφού απολαύσαμε την θέα προς τους Λαπαναγούς και τον ποταμό Σελινούντα, συνεχίσαμε την χωμάτινη διαδρομή μας μέσα από το δάσος της Μακελλαριάς, «πατώντας» άσφαλτο στο χωριό Φλάμπουρα – η χωμάτινη διαδρομή μας στην Αχαΐα είχε πλέον ολοκληρωθεί. Ήταν μια ομολογουμένως ενδιαφέρουσα διαδρομή που “γράφηκε” στο σκληρό δίσκο του μυαλού μας και φόρτισε τις μισοάδειες “μπαταρίες” μας μέχρι την επόμενη εξόρμηση στην όμορφη Ελλάδα μας.