Το οδηγούμε στο Λιβόρνο της Ιταλίας |
Του Τάκη Μανιάτη
Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του παρουσίαση, το Beverly αλλάζει ριζικά, γίνεται Euro 5 προδιαγραφών, και συνεχίζει την πορεία του σε δύο κυβισμούς. Ο Τάκης Μανιάτης βρέθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας για να οδηγήσει τα νέα Beverly για λογαριασμό των ΒΙΚΕΙΤ & CITYRIDER.
Πλέον το 300άρι αποδίδει 25,5 ίππους, πέντε περισσότερους από το προηγούμενο μοντέλο, και το 400, 34,8, όντως αρκετά πιο δυνατό από το προηγούμενο 350, των 29 ίππων.
Ξεκινήσαμε την μέρα μας στο Livorno με ήλιο και θερμοκρασία στους 8 βαθμούς, με το 300άρι Sport στον πολύ όμορφο πορτοκαλί γυαλιστερό χρωματισμό.
Εργονομική θέση οδήγησης, εύκολα τα νέα χειριστήρια με το νέο διακόπτη Run / Off να χρειάζεται συνήθεια μιας και η κίνηση γίνεται αριστερά - δεξιά, με αποτέλεσμα καμιά φορά να το ξεχνάμε στο off.
Οδηγώντας μέσα στην πόλη, το 300άρι έχει ποιοτικές αναρτήσεις και το καταλαβαίνεις αμέσως, με τα αμορτισέρ να κερδίζουν τις εντυπώσεις, μιας και είναι το πρώτο που αντικαθιστά κάποιος σε ένα scooter.
Απαλή λειτουργία, σωστές αποσβέσεις, ταιριαστές με το μπροστινό σύστημα, και σε συνδυασμό με το γερό πλαίσιο, σχηματίζουν ένα ποιοτικό σύνολο που μας έδειξε την κύλιση του από τα πρώτα μέτρα.
Είναι σταθερό με κάπως πιο γρήγορο τιμόνι από το προηγούμενο 300άρι, ενώ ο κινητήρας είναι δυνατός από τις χαμηλές στροφές.
Ομαλό σε γενικές γραμμές ακόμη και στις γρήγορες διαδρομές, με τα Pirelli Angel GT να ταιριάζουν περισσότερο στον χαρακτήρα του -παράγεται και με Michelin City Grip II. Στο 400 η Piaggio φόρεσε ελαστικά της Mitas, γιατί μετά από δοκιμές διαπίστωσαν πως ταίριαζαν καλύτερα στο αυξημένο βάρος και στις μεγαλύτερες ταχύτητες που μπορεί να αναπτύξει το μεγάλο Beverly.
Να σημειώσουμε ότι τα ελαστικά -όπως και τα scooter- ήταν καινούρια, με λίγα χιλιόμετρα.
Το πρώτο 300άρι που οδήγησα, δεν είχε καθόλου καλό πίσω φρένο, με ξύλινη αίσθηση, ενώ σε επόμενο που ανέβηκα, ήταν καλύτερο, διατηρώντας όμως την χλιαρή αίσθηση, που έχουμε δει και στα παλιά Beverly.
Με την διαδρομή να έχει επιλεχθεί εκτός πόλης, τον κινητήρα να αποδίδει άνετα στα 115 χ.α.ω. σε ευθεία, την σέλα να δείχνει άνετη, μαλακιά, και με καλή συγκράτηση, το 400άρι ήταν αυτό που θα μας συντρόφευε για το υπόλοιπο τμήμα.
Η βαρύτερη αίσθηση γίνεται αισθητή από την αρχή, οι διαστάσεις είναι ίδιες, αλλά η έξτρα μάζα φαίνεται στην αλλαγή κατεύθυνσης λόγω στροφορμής. Αισθάνεσαι βέβαια και περισσότερο την συμπίεση του κινητήρα, τόσο στο άνοιγμα, όσο και στο κλείσιμο του γκαζιού, όπου ο κινητήρας ''φρενάρει'' περισσότερο σε σχέση με το 300.
Περισσότερη είναι και η δύναμη βέβαια, η οποία φαίνεται στα ανοιχτά κομμάτια, ή από στροφή σε στροφή, όπου το 400 πετάγεται πιο γρήγορα μπροστά.
Η ζελατίνα προστατεύει εξαιρετικά και αισθάνεσαι τον αέρα μόνο στα χέρια, ενώ στο 400, υπάρχουν και περισσότεροι κραδασμοί - ειδικά στις αργές ταχύτητες.
Τρία χρώματα σε γυαλιστερά και ματ φινιρίσματα, δύο διαφορετικές εκδόσεις για το κάθε ένα, απλά και Sport - η τελευταία έχει μαύρες λεπτομέρειες και φινιρίσματα, ενώ το μαγνητικό κλειδί (Smart Key), σου λύνει τα χέρια. Από τη στιγμή που το έχεις κοντά, ανοίγεις τον κεντρικό διακόπτη, κλειδώνεις από εκεί, πατάς το κουμπί για να ανοίξει η σέλα ή το καπάκι για πλήρωση καυσίμου.
Η εργονομία είναι εξαιρετική, με τον χώρο κάτω από τη σέλα να χωράει δύο κράνη, το ντουλαπάκι μπροστά στην ποδιά αρκετά στενά πράγματα στους διαμορφωμένους χώρους του, ενώ ο γάντζος ανοίγει και αυτός εύκολα και βρίσκεται σε σωστό ύψος.
Αναμένουμε την δημιουργία της εφαρμογής για την συνδεσιμότητα για να δούμε και την πλατφόρμα MIA που επιτρέπει σύνδεση με το κινητό του αναβάτη.
Αναλυτικότερα σε σχετικό άρθρο που θα ακολουθήσει σύντομα.