Mad Max a l' Italiana
|
Αν το Mad Max γυριζόταν στη Bologna, οι μοτοσυκλέτες των πρωταγωνιστών θα ήταν σαν κι αυτό εδώ το Scrambler: Urban, Enduro και Mad, αλλά φινιρισμένο ''ιταλικά'', μέσα στην αγριάδα του.
Μια μοτοσυκλέτα που πρωταγωνιστεί στην επική ταινία Mad Max χρησιμοποιεί έναν κινητήρα, ένα σκελετό, και πολλά περιφερειακά σχετικά και άσχετα με τον μοτοσυκλετισμό, κιτς υλικά, μέταλλα πεταμένα τυχαία, ίσα για να εξυπηρετεί τις βασικές και αισθητικές ανάγκες του άγριου που την καβαλάει. Αν όμως το ίδιο κατασκεύασμα ήταν Ιταλικό; Μπορεί τα χρώματα να ήταν τα ίδια, και η αίσθηση παρόμοια, αλλά φινίρισμα, αισθητική και λεπτομέρειες αποκλείεται να συμβιβάζονταν με τη “χύμα” αισθητική των Αμερικάνων.
Η κατηγορία “ρετρό δικύλινδρο γύρω στα 10.000 ευρώ” έχει την τιμή να φιλοξενεί εξαιρετικά χρηστικές και καλές μοτοσυκλέτες που απευθύνονται σε συγκεκριμένο μεν κοινό, το οποίο όμως απέδειξε ότι μπορεί να “σηκώσει” εμπορικά πολλά μοντέλα και να αγοράσει ένα μεγάλο αριθμό μοτοσυκλετών που προέρχεται από διάφορους κατασκευαστές, Ιάπωνες, Ευρωπαίους και φυσικά, Αμερικάνους.
Ανάμεσα στις προτάσεις των υπόλοιπων κατασκευαστών, η σειρά Scrambler της Ducati προσφέρει μια πλημμύρα εκδόσεων για την ίδια κατηγορία.
Πέντε διαφορετικές Scrambler που ενώ προέρχονται από την ίδια βάση, προσφέρουν διαφορετική αισθητική προσέγγιση και παραπέμπουν σε άλλη σελίδα του παρελθόντος που τιμούν.
Οι Urban Enduro, Full Throttle, Icon, Classic, και επιπλέον για το 2016, οι Troy Bayliss και Italia Independent, αποτελούν διαφορετικές αισθητικές προτάσεις πάνω στον ίδιο καμβά με το αερόψυκτο 800ρι μοτέρ, το χωροδικτύωμα και το εμβληματικό ντεπόζιτο, ώστε κάποια από όλες να κεντρίσει το θυμικό του υποψήφιου αγοραστή.
Και τα καταφέρνουν μια χαρά.
Η σειρά Scrambler έχει στεφθεί ήδη με εμπορική επιτυχία, πουλώντας 16.000 μοτοσυκλέτες το 2015, διπλάσιες από το επόμενο πιο εμπορικό μοντέλο της Ducati και μπαίνοντας στο παγκόσμιο top-10 των εμπορικότερων μοτοσυκλετών το 2015. Με τέτοια νούμερα, είναι μία μάρκα, μέσα στην μάρκα.
Φαίνεται επίσης ότι το 2016 δε θα είναι καθόλου διαφορετικό, αφού η δυναμική της νέας μάρκας (η Ducati προορίζει το όνομα Scrambler να αποτελέσει ξεχωριστή μάρκα) δείχνει ανοδική.
Πλησιάσαμε με προσοχή το Urban Enduro ώστε να ανακαλύψουμε το μυστικό της επιτυχίας.
Από μακριά, η Urban Enduro δείχνει παράξενη και αταίριαστη. Οι Scrambler του παρελθόντος είχαν λεπτά μεταλλικά εμπρός φτερά, χαμηλά ή λίγο ψηλότερα.
Το ψηλό πλαστικό εμπρός φτερό με τις μοντέρνες γωνίες δείχνει σαν να αδιαφορεί για retro styling και παρόμοια στερεότυπα, ενώ η σίτα στο φανάρι και η υποτυπώδης ποδιά είναι ο ορισμός του ρετρό.
Η καπιτονέ σέλα του Urban Enduro επίσης, δείχνει παχύτερη και πιο πολυτελής από μια σέλα που κάποιος θα τοποθετούσε σε μοτοσυκλέτα σπαρτιάτικη με διπλό προορισμό, όπως οι Scrambler του παρελθόντος.
Και εκεί που ο παρατηρητής βλέπει τα στοιχεία που προσδίδουν το “Mad Max” αταίριαστο της κατασκευής, το μάτι του πέφτει στο κέντρο της εικόνας και συνειδητοποιεί την αρμονία στις καμπύλες της εξάτμισης γύρω από το V2 και το νάζι στο τσάκισμα του ψαλιδιού, ακριβώς πάνω από την απόληξη του σιγαστήρα - και πείθεται απόλυτα.
Η μοτοσυκλέτα είναι καθαρόαιμη Ιταλική, κυρίες, κύριοι και αγαπητά παιδιά, οι λεπτομέρειες που τραβούν το μάτι είναι απλά το “επιμελώς ατημέλητο” σε μια κατασκευή που σχεδιάστηκε μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια, ώστε να δείχνει μεν αυτοσχέδια, αλλά όμορφη μέσα στην “ασχήμια” της.
Το τιμόνι είναι ακόμα μια υπολογισμένα νοσταλγική νότα που τραβάει πάντα το μάτι.
Οπτικά το αγαπήσαμε μιας και έχει ίδιες γωνίες με των Scrambler του 1974.
Στην πράξη, βοηθά αρκετά την όρθια στάση του αναβάτη, αλλά ένα χαμηλότερο τιμόνι θα βοηθούσε πολύ περισσότερο το υπόλοιπο 99% των χρήσεων μιας τέτοιας μοτοσυκλέτας.
Αυτό όμως που φαίνεται σε δεύτερη ματιά και δείχνει ακριβό και πρωτοκλασάτο είναι το χρώμα μαγνησίου στα στεφάνια των ακτινωτών τροχών διαμέτρου 18 ιντσών εμπρός και 17 πίσω.
Τόσο πρωτοκλασάτο, όσο και τα ειδικά σχεδιασμένα για το μοντέλο Pirelli MT60RS με τη flat track σχεδίαση που όλοι έχουμε αγαπήσει.
Η πρώτη επαφή του αναβάτη με την εργονομία της μοτοσυκλέτας είναι θετικότατη, με όλα τα χειριστήρια να πέφτουν σχεδόν εκεί που θα ήθελε το σώμα.
Μικρή εξαίρεση για το τιμόνι, που όμως δε θα ενοχλήσει ιδιαίτερα στην αρχή. Αν ενοχλήσει, δοκιμάστε να το περιστρέψετε στις βάσεις του μερικές μοίρες προς τα εμπρός.
Μπορεί αυτή η αλλαγή να δώσει στο σώμα σας το ένα κλικ προς τα εμπρός που σας λείπει. Το ντεπόζιτο είναι λεπτό, αλλά τα πόδια το αγκαλιάζουν όπως πρέπει και τα μαρσπιέ είναι εκεί που χρειάζονται χωρίς περίεργες γωνίες.
Η απόσταση της σέλας από το έδαφος είναι εξαιρετικά μικρή, κάτι που θα φιλοξενήσει όλα τα αναστήματα στην πόλη. Αυτό μάλιστα έχει επιτευχθεί χωρίς τα μαρσπιέ να βρεθούν κοντά στο έδαφος ώστε να προβληματίσουν στη γρήγορη οδήγηση.
Η τάπα του ντεπόζιτου είναι πανέμορφη, η σέλα έχει στο πίσω της μέρος εσοχή για τα χέρια του συνεπιβάτη και στο κάτω της μέρος αλουμινένιο φιλέτο. Κάτω από τη σέλα βρίσκεται και πρίζα usb ώστε να μη χρειαστεί να εγκαταλείψετε τη μοτοσυκλέτα για να φορτίσετε το κινητό σας. Ο λασπωτήρας που προεκτείνεται από το ψαλίδι, βοηθά να μικρύνει στο ελάχιστο το φτεράκι πίσω από τη σέλα, δίνοντας στο σύνολο απόλυτα εμπροσθοβαρή όψη, σα στάση δρομέα στην εκκίνηση.
Τα όργανα είναι συγκεντρωμένα σε μια μονάδα που περιλαμβάνει ταχύμετρο, στροφόμετρο, έναν ολικό, 2 μερικούς χιλιομετρητές, ένδειξη για τα χιλιόμετρα που διανύθηκαν με ρεζέρβα, θερμοκρασία περιβάλλοντος και ρολόι.
Καλή πρώτη εντύπωση λοιπόν, και πατάμε τη μίζα που περιστρέφει τον κινητήρα εξαιρετικά αργά.
Στο πρώτο δευτερόλεπτο θα πίστευε κάποιος ότι κάτι τρέχει με την μπαταρία.
Όμως, αμέσως μετά ο κινητήρας ξυπνά με ένα ρωμαλέο ήχο, που δίνει την εντύπωση ότι προέρχεται από after market σιγαστήρα.
Το εργοστάσιο ακόμα εκμεταλλεύεται και την τελευταία παράγραφο των Ευρωπαϊκών νόμων ώστε να προσφέρει τη μουσική του κινητήρα με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση και δε μας πειράζει καθόλου αυτό. Loud pipes save lives.
Μαλακός συμπλέκτης, πρώτη στο κιβώτιο και... φύγαμε!
Η πρώτη εντύπωση είναι ότι η “γρήγορη” γκαζιέρα με λιγότερες από 90 μοίρες περιστροφή, κάνει σβέλτες τις αντιδράσεις της, κάτι που εξομαλύνει ο εύκολος συμπλέκτης αν χρειαστεί.
Η δεύτερη εντύπωση είναι η απόλυτη γραμμικότητα του κινητήρα, που διαθέτει τη ροπή ενός δικύλινδρου, με την ίδια όμως ένταση σε όλες τις στροφές και ένα μικρό ξέσπασμα πάνω από τις 6.000 που μοιάζει με τετρακύλινδρο.
Το απόλυτα γραμμικό δούλεμα του κινητήρα συνδυάζεται με μακριές πρώτες ταχύτητες, οπότε καταλαβαίνουμε ότι η κοντή γκαζιέρα τοποθετήθηκε για να ζωηρέψει την απόκριση του κινητήρα και να δώσει περισσότερο ενδιαφέρον.
Και το καταφέρνει.
Ο ήχος και η γρήγορη γκαζιέρα δίνουν πόντους στον αεροελαιόψυκτο δικύλινδρο που δείχνει και ακούγεται μοντέρνος.
Η Urban Enduro είναι λεπτή με μικρό μεταξόνιο και κινείται εύκολα ανάμεσα στα αυτοκίνητα, το φαρδύ τιμόνι βοηθά ακόμα περισσότερο την ευελιξία και αν χρειαστεί κάτι επείγον, το μπροστά δισκόφρενο των 330 χιλιοστών και το πίσω των 245 που ελέγχονται από την εξελιγμένη μονάδα ABS 9.1 της Bosch, δεν θα προδώσουν τον αναβάτη. Μάλιστα η μονάδα επεμβαίνει τόσο διακριτικά, που πολλές φορές μπορεί ο αναβάτης να μην ξεχωρίσει τις αντιδράσεις του ABS από τους χειρισμούς του.
Σε αυτό συνεισφέρουν βέβαια και τα εξαιρετικά λάστιχα της Urban Enduro.
Τα Pirelli MT60RS που σχεδιάστηκαν ειδικά για τις Scrambler, είναι τόσο καλά, που ανεβάζουν τη μέση ωριαία κάθε διαδρομής κατά 5-10 χιλιόμετρα/ώρα, χωρίς επιπλέον άγχος για τον αναβάτη. Και όταν φτάσουν εκεί που πραγματικά δεν υπάρχει πρόσφυση, θα ειδοποιήσουν πολύ πριν τα πράγματα γίνουν επικίνδυνα.
Τα λάστιχα επίσης ευθύνονται εν μέρει για την ασφαλέστατη συμπεριφορά της Urban Enduro σε δρόμους με στροφές. Εν μέρει, γιατί η υπόλοιπη ευθύνη είναι του χωροδικτυώματος που αδιαφορεί για πλευρικές φορτίσεις και προσφέρει πληροφόρηση στον αναβάτη απευθείας από τις αναρτήσεις.
Οι αναρτήσεις έχουν μεγαλύτερες διαδρομές από το κανονικό, στα 15 εκατοστά και απουσία ρυθμίσεων εκτός της προφόρτισης πίσω.
Και πάλι όμως, η συμπεριφορά τους είναι τυπικά Ιταλική με σφικτές αποσβέσεις και γραμμική πληροφόρηση χωρίς υπερβολές στη σκληρότητα.
Το αμορτισέρ δουλεύει ιδανικά στη δεύτερη σκάλα προφόρτισης για έναν αναβάτη και στην τρίτη για δύο άτομα.
Αν αλλάζαμε κάτι στις αναρτήσεις, ίσως να επιλέγαμε πιο σκληρά ελατήρια εμπρός ώστε να εκμεταλλευθούμε μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του Kayaba μπροστινού συστήματος, που τώρα πάει χαμένο από τη μεγάλη στατική βύθιση που δημιουργείται από το βάρος μοτοσυκλέτας και αναβάτη.
Η συμπεριφορά και στην ευθεία ήταν υποδειγματική, με τη μοτοσυκλέτα να κινείται ακλόνητα μέχρι την τελική της των 208 χιλιομέτρων, που ήρθε σχετικά αργά.
Πιστεύουμε ότι δύο δόντια περισσότερα στο πίσω γρανάζι θα βοηθούσαν πολύ τη συνολική συμπεριφορά του κινητήρα, βοηθώντας τις επιδόσεις του.
Η συμπεριφορά της Urban Enduro στο χώμα ήταν “τόσο όσο”.
Η κίνηση με τον αναβάτη όρθιο στα μαρσπιέ είναι όπως είδαμε και πριν εύκολη, το γραμμικό μοτέρ δεν κρύβει εκπλήξεις και το ABS μπορεί να απενεργοποιηθεί για να γλιστρήσει με πίσω φρένο.
Είναι όμως βασικά μια μοτοσυκλέτα δρόμου και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν οι επίδοξοι Scramblers.
Τα όρια θα τεθούν σύντομα από το βάρος, τις αναρτήσεις και την απόσταση από το έδαφος.
Κίνηση στο χώμα, βεβαίως, στα πλαίσια του Urban Enduro που μια χαρά διαφημίζει και το όνομα της. Οτιδήποτε περισσότερο από αυτό όμως είναι καταπόνηση χωρίς λόγο, μιας όμορφης μοτοσυκλέτας.
Στην σύντομη συμβίωση μας, με χρήση σε κάθε είδους έδαφος όπου θα μπορούσε να κινηθεί, τίποτα δεν κουνήθηκε, έφυγε, άλλαξε λειτουργία ή ήχο στη διάρκεια της δοκιμής, παρόλο που η συμπεριφορά μας δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτισμένη.
Και αυτό κάνει ακόμα πιο εύκολο το συμπέρασμά μας για μια μοτοσυκλέτα που μας άρεσε, στην οποία, τα διαστήματα service για τον αερόψυκτο κινητήρα έχουν φτάσει στα 12.000 χιλιόμετρα, κάτι που μειώνει πολύ το κόστος συντήρησης της.
Έχει χρησιμοποιηθεί πολύ κλισέ για την περιγραφή μοτοσυκλετών όπως η Urban Enduro.
Λέξεις όπως “hipster”, “νέοι αναβάτες”, “εξεζητημένο” και άλλες παρομοίου ύφους που χρησιμοποιούν παλαιότεροι αναβάτες, δείχνουν προκατάληψη για ένα σχήμα μοτοσυκλετών που είναι ήδη εδώ, διεκδικεί με επιτυχία ένα σοβαρό κομμάτι της αγοράς μοτοσυκλετών και δίνει λύσεις στην καθημερινότητα χιλιάδων αναβατών, απαλλάσσοντας τους ταυτόχρονα από το άγχος του επόμενου μοντέλου ή της απόλυτης επίδοσης.
Η Urban Enduro είναι μια εξαιρετικά ικανή μοτοσυκλέτα που μπορεί να μεταμορφωθεί σύμφωνα με τα γούστα του αναβάτη της και τον κρατάει ασφαλή χρησιμοποιώντας τεχνολογία του τώρα και μοντέρνα φρένα και λάστιχα.
Η τιμή της δεν μπορεί να θεωρηθεί υψηλή, παραμένοντας μια από τις φτηνότερες Ducati με την οποία μπορεί κάποιος να ζήσει σε καθημερινή βάση, χωρίς να χρειάζεται άλλο μέσο μεταφοράς, εκτός αν σκοπεύει να κάνει τουρισμό υψηλών ταχυτήτων ή σοβαρή χωμάτινη χρήση.
Ο ίδιος επίλογος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε επιλογή στην κατηγορία που περιγράψαμε των δικύλινδρων γύρω στα 10.000 ευρώ, αλλά εδώ υπάρχει μια διαφορά.
Η Urban Enduro είναι Ducati και μάλιστα Scrambler.
Είναι μια επιλογή που κουβαλάει μαζί της ιστορία, φινέτσα και όνομα, που προσδίδει -θέλουμε δε θέλουμε- ένα image στον ιδιοκτήτη, λίγο μεγαλύτερο από αυτό που θα αγόραζαν οι σχεδόν 11.000 που θα χρειαστούν για την αγορά του.
Και αυτό για πολλούς είναι κάτι που θα βαρύνει αποφασιστικά στην επιλογή τους.
Το ότι είναι επιπλέον ποιοτική, σβέλτη και χρηστική, απλά προσφέρει περισσότερα επιχειρήματα όταν είναι ήδη στην κατοχή σας.
Κατασκευαστής | Ducati Motor Holding S.p.A | ||||||||
Μοντέλο | Scrambler Urban Enduro | ||||||||
Αντιπρόσωπος | KOSMOCAR Α.Ε. | ||||||||
Τιμή βασικής έκδοσης | 10.950 euro | ||||||||
Τιμή έκδοσης δοκιμής | 10.950 euro | ||||||||
Εγγύηση | 2 χρόνια | ||||||||
Κινητήρας | |||||||||
Τύπος | Τετράχρονος, δικύλινδρος L, 2 εκκεντροφόροι επικεφαλής, 2 βαλβίδες / κύλινδρο, αερoελαιόψυκτος | ||||||||
Κυβισμός (κ.εκ.) | 803 | ||||||||
Διάμετρος x Διαδρομή (mm) | 88 Χ 66 | ||||||||
Συμπίεση (:1) | 11 | ||||||||
Τροφοδοσία | Ηλεκτρονικά ελεγχόμενος ψεκασμός με δύο μπεκ | ||||||||
Σύστημα εξαγωγής | 2 σε 1 με καταλύτη | ||||||||
Λίπανση | υγρό κάρτερ, αντλία λαδιού | ||||||||
Εκκίνηση | Μίζα | ||||||||
Συμπλέκτης | Υγρός πολύδισκος μηχανικός μονόδρομος | ||||||||
Μετάδοση | 6 σχέσεων με αλυσίδα | ||||||||
Πρωτεύουσα μετάδοση | 1,85:1 | ||||||||
1η σχέση | 32/13 | ||||||||
2η σχέση | 30/18 | ||||||||
|
28/21 | ||||||||
4η σχέση | 26/23 | ||||||||
5η σχέση | 22/22 | ||||||||
6η σχέση | 24/26 | ||||||||
Τελική μετάδοση | |||||||||
Πλαίσιο | |||||||||
Τύπος | Χωροδικτύωμα από ατσάλι υψηλής αντοχής | ||||||||
Κάστερ (°) | 24 | ||||||||
Ίχνος (mm) | 112 | ||||||||
Μεταξόνιο (mm) | 1.445 | ||||||||
Ύψος (mm) | 1150 | ||||||||
Ύψος σέλας (mm) | 790 | ||||||||
Μήκος (mm) | 2150 | ||||||||
Πλάτος (mm) | 845 | ||||||||
Βάρος (kg) | 176 | ||||||||
Ρεζερβουάρ/ Ρεζέρβα (lt) | 14 | ||||||||
Αναρτήσεις | |||||||||
Μπροστά | Αντεστραμένο 41mm, διαδρομή 150mm/ καμία ρύθμιση | ||||||||
Πίσω | Μονό αμορτισέρ χωρίς μοχλισμό, διαδρομή τροχού 150mm / Ρύθμιση προφόρτισης ελατηρίου | ||||||||
Ελαστικά | |||||||||
Μπροστά | 100/90-19 | ||||||||
Πίσω | 130/80-17 | ||||||||
Φρένα | |||||||||
Μπροστά | Δίσκος διαμέτρου 330mm με ακτινική δαγκάνα 4 εμβόλων | ||||||||
Πίσω | Δίσκος διαμέτρου 245mm με δαγκάνα δύο εμβόλων | ||||||||
Εξοπλισμός | |||||||||
Ψηφιακό ταχύμετρο και στροφόμετρο, ολικός και 2 μερικοί mmιομετρητές, ώρα, mmιομετρητής ρεζέρβας, φώτα, φλας, πίεση λαδιού, διαγνωστικό ψεκασμού | |||||||||
Επιδόσεις | |||||||||
Ισχύς εργοστασίου (ίπποι/σαλ) | 75/8.250 | ||||||||
Ροπή εργοστασίου (Nm/σαλ) | 68/ 5.750 |